- τραγῳδοποιητής
- τραγῳδοποιητήςtragic poetmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τραγωδοποιητής — ὁ, ΜΑ τραγωδοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραγῳδός + ποιητής] … Dictionary of Greek
τραγῳδοποιητήν — τραγῳδοποιητής tragic poet masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)